διασταλτέον
English (LSJ)
A one must distinguish, Plot.1.3.1, Nicom.Ar.2.18, Sch.Il.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
διασταλτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ διαστέλλειν, Νικόμ. 132, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. σ. 388.
A one must distinguish, Plot.1.3.1, Nicom.Ar.2.18, Sch.Il.2.3.
διασταλτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ διαστέλλειν, Νικόμ. 132, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. σ. 388.