ἐγχείρισις
German (Pape)
[Seite 713] ἡ, u. ἐγχειρισμός, ὁ, das Einhändigen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχείρισις: ἡ, καὶ ἐγχειρισμός, ὁ, τό ἐγχειρίζειν, Παλ. Λεξ.
[Seite 713] ἡ, u. ἐγχειρισμός, ὁ, das Einhändigen, VLL.
ἐγχείρισις: ἡ, καὶ ἐγχειρισμός, ὁ, τό ἐγχειρίζειν, Παλ. Λεξ.