παραψύχω

Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ῡ],

   A cool, v.l. in Placit.5.25.1 (Pass.).    2 metaph., console, soothe, ἐπέεσσιν Theoc. 13.54 (Med.), cf. Call.Cer.46.

Greek (Liddell-Scott)

παραψύχω: [ῡ], ψύχω ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, Πλούτ. 2. 909F. 2) μεταφορ., παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, πραΰνω, Θεόκρ. 13. 54· πρβλ. παραψυχὰς φροντίδων, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 4, καὶ ἴδε παραψήχω.