εἶδαρ

Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ατος, τό, Ep. word,

   A food, παρὰ δ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶ., of the horses of the gods, Il.5.369, 13.35; εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, on the table, Od.1.140, 4.56, etc.; ἄνθινον εἶ., of the Lotophagi, 9.84; μελίσσης ἄνθιμον εἶ., of honey-cakes, Orph.L.735, cf. Theoc.15.115. (ἔδϝαρ, cf. ἔδαρ, ἔδω.)

German (Pape)

[Seite 723] ατος, τό (ἔδω), das Essen, die Speise; εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, Hom.; ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν Od. 9, 84; sp. D., wie Theocr. 15, 115; Futter für die Thiere, Il. 5, 389; Lockspeise, Köder für die Fische, Od. 12, 252, wie Apollnds. 23 (VII, 702).

Greek (Liddell-Scott)

εἶδαρ: -ατος, τό: (ἔδω, ὡς εἰ ἦν ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἔδαρ): - Ἐπ. λέξ., τροφή, παρὰ δ’ ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ, ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν θεῶν, Ἰλ. Ε. 369., Ν. 35· εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, ἐπὶ τῆς τραπέζης, Ὀδ. Α. 140., Δ. 56, κτλ.· ἄνθινον εἶδαρ, τῶν λωτοφάγων, Ὀδ. Ι. 84· μελίσσης ἄνθιμον εἶδαρ, μελίκηρον, «κηρήθρα», Ὀρφ. Λ. 729, πρβλ. Θεόκρ. 15. 115.