ἀνθυπείκω

Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A yield in turn or mutually, τινί Plu.Cor.18, D.C.45.8.

German (Pape)

[Seite 235] gegenseitig nachgeben, Plut. frat. am. 17 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπείκω: μέλλ. -ξω, ὑπείκω ἐν τῷ μέρει μου, τὰς γνώμας σφῶν ἀκριβῶς εἰδότες... ἀνθυπεῖξάν τινα ἀλλήλοις συμβιβαζόμενοι, ἀμοιβαίως ὑπεχώρησαν πρὸς ἀλλήλους εἴς τινα ζητήματα, Πλουτ. Κορ. 18, κτλ.