Adv., (φοβέομαι)
A timorously, X.HG7.5.25.
[Seite 607] (φοβέομαι), erschrocken, furchtsam, Xen. Hell. 7, 5, 25.
πεφοβημένως: Ἐπίρρ. τοῦ φοβέομαι, μετὰ φόβου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25.