ἐναναστρέφομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be conversant with, τινί Aristox. ap. Stob. 3.1.49, Hsch. s.v. ἐγκαλινδεῖται.
German (Pape)
[Seite 826] τινί, worin verkehren, sich damit beschäftigen, Aristox. Stob. fl. 43, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναναστρέφομαι: συναναστρέφομαι, ἐνδιατρίβω, τινὶ Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 243. 47, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει ἐγκαλινδεῖται.