ίδος, ἡ,
A = ἀμυγδάλη, Philox.3.20, Plu.2.624d.
[Seite 130] ίδος, ἡ, Mandel, Plut. Symp. 1, 6; Philox. Ath. XIV, 643 c, als Diminutiv.
ἀμυγδᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἀμυγδάλη, Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 643C.