τιτίζω

Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

   A like πιππίζω, cry 'ti, ti', cheep like a young bird; τιτίζοντας was the reading of Zenod. for τετριγῶτας in Il.2.314. (Onomatop.)

German (Pape)

[Seite 1121] wie πιπίζω, vom Schreien junger Vögel, pipen; bei Hom. Il. 2, 314 lasen einige Alte τιτίζοντες für τετριγῶτες, Zenodot. aber τεττίζοντες, vgl. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

τῑτίζω: ὡς τὸ πιπίζω, κράζω τιτι, τσιρίζω ὡς τὰ νεογνὰ πτηνά· τιτίζοντες ἀνεγίνωσκεν ὁ Ζηνόδοτος ἀντὶ τετριγῶτες ἐν Ἰλ. Β. 314. (Ὀνοματοπ.).