[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with coat of sheep's skin, Hsch.s.v. οἰοχίτων.
[Seite 711] ωνος, bei Hesych. Erkl. von οἰοχίτων.
προβᾰτοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δορᾶς προβάτου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰοχίτων.