ἀπόμακτρον

Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A strickle, Ar.Fr.712.

German (Pape)

[Seite 314] τό, = ἀπόμαγμα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμακτρον: τό, ἡ κοινῶς «ῥίγλα» δι’ ἧς ἰσάζουσιν ἢ κόπτουσι τὸν ὑπερπληροῦντα τὸ μέτρον σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 586: καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόμακτρα, ξύλα· τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα».