[ῠ], ον,
A dashing down a mountain, ὕδωρ A.Th.85 (lyr.).
[Seite 386] = ὀρειτύπος, ὕδωρ, Aesch. Spt. 85; Phot. erkl. auch ὑλοτόμος. Vgl. ὀροιτύπος.
ὀροτύπος: [ῠ], -ον, = ὀρειτύπος, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 85.