ὑποπτυχίς

Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A joint, τοῦ θώρακος Plu.Alex.16.

German (Pape)

[Seite 1230] ίδος, ἡ, Falte, Fuge, θώρακος, Plut. Alex. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ, «τὸ μέρος ὅπου πτύσεται ὁ θώραξ παρὰ τὸν βουβῶνα» (Κοραῆς), ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη Πλουτ. Ἀλέξ. 16.