διαγογγύζω

Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A mutter or murmur among themselves, κατά τινος LXX Ex.16.7; ἐπί τινι ib.Nu.14.2: abs., Ev.Luc.15.2, 19.7, Hld.7.27.

Greek (Liddell-Scott)

διαγογγύζω: μέλλ. -σω, γογγύζω πολύ, μουρμουρίζω, κατά τινος Ἑβδ. (Ἐξόδ. 16. 7, 8)· ἐπί τινα αὐτόθι Ἀριθμ. 14. 2· γογγύζομεν πρὸς ἀλλήλους, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 15. 2., 19. 7· πρβλ. Ἡλιόδ. 7. 27.