ἁλοσάνθινος
English (LSJ)
η, ον,
A prepared with efflorescence of salt, οἶνος Dsc.5.76 tit.
German (Pape)
[Seite 109] οἶνος, mit seinem Salz angemachter Wein, Purgirmittel, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλοσάνθινος: -η, -ον, ὁ οἶνος χρησιμεύων ὡς καθαρτικὸν καὶ κατασκευαζόμενος «δι’ ἁλὸς ἄνθους» δηλ. διὰ λεπτοτάτου ἅλατος ἀναμιγνυομένου μετ’ αὐτοῦ, Διοσκ. 5. 76.