ἁλοσάνθινος

Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

η, ον,

   A prepared with efflorescence of salt, οἶνος Dsc.5.76 tit.

German (Pape)

[Seite 109] οἶνος, mit seinem Salz angemachter Wein, Purgirmittel, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλοσάνθινος: -η, -ον, ὁ οἶνος χρησιμεύων ὡς καθαρτικὸν καὶ κατασκευαζόμενος «δι’ ἁλὸς ἄνθους» δηλ. διὰ λεπτοτάτου ἅλατος ἀναμιγνυομένου μετ’ αὐτοῦ, Διοσκ. 5. 76.