ἀβεβαιότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A instability, τῆς τύχης Plb.30.10.1; of persons, D.S.14.9, cf. Ph.1.276.
German (Pape)
[Seite 2] ητος, ἡ, Unbeständigkeit, Pol. fr. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβεβαιότης: -ητος, ἡ, ἀστάθεια, ἀκαταστασία Πολυβ. Ἀπ. Γραμμ. 6.