[ᾰ], ον,
A smooth-headed, bald-headed, Poll.2.26.
[Seite 24] glattköpfig, kahl, Poll. 2, 26.
λειοκάρηνος: [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, Πολυδ. Β΄, 26.