ἀλληγόρως
German (Pape)
[Seite 102] bildlich, bei Schol. Opp. H. 1, 619.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληγόρως: ἐπίρρ. = ἀλληγορικῶς, Τζέτζ. (;) παρὰ Σχολ. Αἰσχύλ. Πρ. 428.
[Seite 102] bildlich, bei Schol. Opp. H. 1, 619.
ἀλληγόρως: ἐπίρρ. = ἀλληγορικῶς, Τζέτζ. (;) παρὰ Σχολ. Αἰσχύλ. Πρ. 428.