ἀροτήσιος
English (LSJ)
ον,
A of or for ploughing, ἀ. ὥρη Arat.1053.
German (Pape)
[Seite 357] ον, zum Pflügen gehörig, ὥρη, Ackerzeit, Arat. D. 321.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτήσιος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς ἀροτρίασιν, καλλιέργειαν, ἀροτήσιος ὥρη, καιρὸς σπορητοῦ, Ἀριστ. 1053.