σιλφιόεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of silphium, μοιρίδα λίτρην Nic.Al.329.
German (Pape)
[Seite 881] εσσα, εν, von Silphion, Nic. Al. 328.
Greek (Liddell-Scott)
σιλφιόεις: εσσα, εν, ὁ ἐκ σιλφίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 329.
εσσα, εν,
A of silphium, μοιρίδα λίτρην Nic.Al.329.
[Seite 881] εσσα, εν, von Silphion, Nic. Al. 328.
σιλφιόεις: εσσα, εν, ὁ ἐκ σιλφίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 329.