ἀμμοφανής
English (LSJ)
ές,
A sandy, χθών Epigr.Gr.430 (Egypt).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμοφανής: -ές, ἀμμώδης, χθὼν ἀμμ., περὶ τῆς Αἰγύπτου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 430. Rev. Arch. 1874, σ. 148.
ές,
A sandy, χθών Epigr.Gr.430 (Egypt).
ἀμμοφανής: -ές, ἀμμώδης, χθὼν ἀμμ., περὶ τῆς Αἰγύπτου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 430. Rev. Arch. 1874, σ. 148.