φυγαρσενία
English (LSJ)
poet. φυγαρσενίη, ἡ,
A shunning of men, Man.4.64.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, die Männerscheu, Maneth. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
φῡγαρσενία: ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64.
poet. φυγαρσενίη, ἡ,
A shunning of men, Man.4.64.
[Seite 1312] ἡ, die Männerscheu, Maneth. 4, 64.
φῡγαρσενία: ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64.