κυνοκοπέω
English (LSJ)
A beat like a dog, Id.Eq.289.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκοπέω: ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.
A beat like a dog, Id.Eq.289.
κῠνοκοπέω: ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.