ἑτεροθαλής

Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A flourishing on one side: of children of the same father, but different mothers, Cat.Cod.Astr.8(3).110, Eust.1283.2, Tz.ad Hes.Op. 374.

German (Pape)

[Seite 1048] ές, auf der einen Seite grünend; übertr., von Kindern, denen der Vater oder die Mutter fehlt, Ggstz von ἀμφιθαλής, Eust. zu Il. 22 p. 1389, 32; Schol. Hes. O. 374.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροθᾰλής: -ές, θάλλων ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους, ἐπὶ τέκνων τοῦ αὐτοῦ μὲν πατρὸς ἀλλ’ ἐκ διαφόρων μητέρων, δηλ. ἐπὶ τέκνων μὴ ὁμομητρίων, Εὐστ. Ἰλ. 1283, 2, Κ. Μανασσ. Χρον. 6440, Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. σ. 197Β, Ἀρμενόπουλ. 5. 9, 19 κ. ἀλλ., ἀντίθ. τῷ ἀμφιθαλής. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 23.