εὐκοσμέω
English (LSJ)
A behave orderly, LXX 1 Ma.8.15.
German (Pape)
[Seite 1075] gut ordnen, verwalten, Maccab.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκοσμέω: φέρομαι εὐπρεπῶς, κοσμίως, Ἑβδομ. (Α΄ Μακκ. Ε΄, 15).
A behave orderly, LXX 1 Ma.8.15.
[Seite 1075] gut ordnen, verwalten, Maccab.
εὐκοσμέω: φέρομαι εὐπρεπῶς, κοσμίως, Ἑβδομ. (Α΄ Μακκ. Ε΄, 15).