ἀρτοδότης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A giver of bread, Tz. ad Lyc.435.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοδότης: -ου, ὁ, ὁ διδούς ἄρτον, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 435.
ου, ὁ,
A giver of bread, Tz. ad Lyc.435.
ἀρτοδότης: -ου, ὁ, ὁ διδούς ἄρτον, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 435.