ου, ὁ,
A harbour-master, PGiss.10.4 (ii A.D.), Cod.Just.7.16.38, Gloss.
[Seite 47] ὁ, Hafenaufseher, Sp.
λῐμενάρχης: -ου, ὁ, ἐπιθεωρητὴς ἢ ἐπόπτης τοῦ λιμένος, Γλωσσ.