ὀρνιθοσκοπία

Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὀρνιθομαντεία, Phleg. 37J.

German (Pape)

[Seite 383] ἡ, die Vogelschau und das Wahrsagen daraus, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοσκοπία: ἡ, = ὀρνιθομαντεία, Ἀποστολ. Διαταγ. Βασιλ., κτλ.