ἀκύματος
English (LSJ)
[ῡ], ον, = foreg. 11,
A πορθμός Trag.Adesp. 336.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύματος: [ῡ], -ον, = τῷ προηγ. ΙΙ. Ποιητ. ἐν Α. Β. 6.
[ῡ], ον, = foreg. 11,
A πορθμός Trag.Adesp. 336.
ἀκύματος: [ῡ], -ον, = τῷ προηγ. ΙΙ. Ποιητ. ἐν Α. Β. 6.