ὁ, Dim. of ἀμφορεύς, D.22.76;
A ἀ. Πανιώνιος IG2.818.
[Seite 146] ὁ, kleiner ἀμφορεύς, Dem. 22, 76.
ἀμφορίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀμφορεύς, Δημ. 617. 19.