παραλείφω

Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A bedaub with ointment, τὰ βλέφαρα Ar.Ec.406 ; σιάλῳ π. τινά Arist.Rh.1407a8.

German (Pape)

[Seite 487] (s. ἀλείφω), daneben, an der Seite salben; σαυτοῦ παρ. τὰ βλέφαρα, Ar. Eccl. 406; Arist. rhet. 3, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ἀλείφω ὀλίγον, παραλείφειν τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 406· ὡς τὸ «πασαλείφω», ὁ Δημοκράτης εἴκασε τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις, ‛αἱ τῷ ψώμισμα καταπίνουσαι, τῷ σιάλῳ τὰ παιδία παραλείφουσι’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3.