τό, '
A greedy beast', term of abuse, Id.4.46, 7.18.
λαίμαστρον: βάραθρον, χάσμα γῆς, (μεταφ. ἄπληστος, ἀκόρεστος, λαίμαργος), Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 4. 46.