ἀντιδιαστέλλω

Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A distinguish, discriminate, Str.10.2.17; ἁπλᾶ καὶ σύνθετα Plot.6.1.29; τι ἀπό τινος Longin.Proll.Heph.p.83C.:—Med., controvert, Sor.2.54.    II contrast, oppose, τί τινι S.E.P.1.9; τινὰς πρός τινας D.H.Th.32; τιπρός τι Alex.Aphr.in Metaph.400.17:—Pass., A.D.Synt.14.24.

German (Pape)

[Seite 251] einander entgegensetzen u. dadurch unterscheiden, Dion. Hal.; med., Proleg. Hermog. p. 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαστέλλω: διακρίνω ἐκ παραθέσεως δύο πραγμάτων τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, οὐκ ἀντιδιέστειλε δὲ τὴν ὁμωνυμίαν Στραβ. 457· ἀντιδιέστειλε γὰρ ἐκεῖνος ἀπὸ ῥυθμῶν τὰ μέτρα Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 5: -Μέσ., ἀντ. πρός τινα Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 32. ΙΙ. ἀντιτάσσω, ἀντιδιαστέλλομεν αὐτοῖς τὰ νοητὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 9.