[ᾱ] γάμος marriage
A with a bad husband, A.Supp.1064.
[Seite 676] γάμος, Aesch. Suppl. 1049, durch den Mann unglückliche Ehe.
δυσάνωρ: γάμος, γάμος μετὰ κακοῦ συζύγου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1064. [ᾱ].