ἐναπομαραίνομαι
English (LSJ)
A wither on, τοὺς καρποὺς -ανθῆναι τοῖς φυτοῖς Lyd.Ost.23: metaph., οὐ γὰρ Χρόνῳ ἡ τοῦ δημιουργοῦ δύναμις -μαραίνεται Aen.Gaz.Thphr.p.44 B. II shrivel up in, ἐλαίῳ Orib.8.27.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπομαραίνομαι: ἀπομαραίνομαι ἔν τινι, τὸ δὲ ἐναπομαραίνεται τῷ ἐλαίῳ Matthaei Med. σ. 200.