ή, όν,
A to be slain, Orph.A. 976.
[Seite 514] zu vernichten, Orph. Arg. 919, l. d.
δᾰϊκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δαΐζω, ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974.