τρέφος

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

εος, τό,

   A = θρέμμα (v.l. βρέφος), S.Fr.154, cj. in E.Fr.996.

German (Pape)

[Seite 1137] τό, = θρέμμα, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d, wofür Eust. βρέφος hat.

Greek (Liddell-Scott)

τρέφος: -εος, τό, = θρέμμα, (μετὰ διαφόρ. γραφ. βρέφος), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν τρέφος Σοφ. Ἀποσπ. 166.