μετεγγράφω

Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

[ᾰ],

   A place upon a new register, Ar.Eq.1370 (fut. 2 Pass. μετεγγραφήσεται); re-register, τὸν ἐωνημένον Thphr.Fr.97.3; ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἄνδρας Sch.Pi.O.9.134.    2 rewrite, prob. f.l. for μεταγρ- in Luc.Hist.Conscr.5.

German (Pape)

[Seite 157] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' ὅςπερ ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367.

Greek (Liddell-Scott)

μετεγγράφω: ἐγγράφω εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται.