A hinder by resisting, Hp.Loc.Hom.10:—hence ἀντι-ῡτέον, Gal.18(2).390.
[Seite 254] dagegen verhindern, Hippocr.
ἀντικωλύω: ἐμποδίζω ἀνθιστάμενος, Ἱππ. 412. 36: - τὸ ῥημ. ἐπίθ. -υτέον ἀπαντᾷ παρὰ Γαλην.