A = ἐνθρύπτω, Harp. s.v. ἔνθρυπτα.
ἐνθρύβω: ἐνθρύπτω, τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἔνθρυπτα.