συλλήγω

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A come to an end together, σ. ὁλκάδι καιομένῃ AP7.585 (Jul.), cf. Chor.23.9 F.-R.    II have the same termination, A.D. Synt.168.13.

German (Pape)

[Seite 975] zugleich beruhigen oder aufhören lassen; auch intrans., zugleich aufhören, συλλήξας ὁλκάδι Iul. Aeg. 46 (VII, 585).

Greek (Liddell-Scott)

συλλήγω: λήγω, τελευτῶ ὁμοῦ, συντελευτῶ, συγκαταστρέφομαι, εὖ τε τελευτὴν εὕρετο συλλήξας ὁλκάδι καιομένῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 585. ΙΙ. λήγω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, συνάρξασθαι καὶ συλλῆξαι Ἀπολλ. π. Συντ. 168. 13.