ποριστός
German (Pape)
[Seite 684] verschafft, erworben, zu verschaffen, zu erwerben.
Greek (Liddell-Scott)
ποριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πορίσῃ ἢ νὰ πορισθῇ, Γλωσσ.
[Seite 684] verschafft, erworben, zu verschaffen, zu erwerben.
ποριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πορίσῃ ἢ νὰ πορισθῇ, Γλωσσ.