A to be ἄντοικος (q.v.):—Pass., ἡ ἀντοικουμένη, Ptol.Geog. 1.8.1, cf. Ach.Tat.Intr.Arat.30, Olymp.in Grg.p.541 J.
ἀντοικέω: κατοικῶ εἰς τὸ ἀντίθετον μέρος, ἡ ἀντοικουμένη = ἀντίχθων, Προφ. ἐν Σχολ. Ὀδ. Γ. 296.