A hold the office of τριτευτής, CIG3491, IGRom.4.1244 (both Thyatira), 414 (Pergam.); dub. sens. in PStrassb. 114.6 (ii B. C.).
τρῐτεύω: λαμβάνω ἀξίωμα διὰ τρίτην φοράν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491, 3495.