ἐπιμοιχεύω

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A commit adultery besides, τινά with one, Ps.-Luc. Philopatr.6.

German (Pape)

[Seite 964] noch dazu Ehebruch treiben, τινά, mit einer Frau noch ehebrecherischen Umgang haben, Luc. Philopatr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμοιχεύω: μοιχεύω τινὰ μετά τι, ἐξακολουθῶ νὰ μοιχεύω, ὃς τήν... Τυρὼ πρῴην διέφθειρε καὶ ἔτι ἐπιμοιχεύει Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 6.