ή, όν, τὸ θ. a kind of
A balsam, Dsc.1.19 codd. (εὐθέριστον Wellm.).θέριστος and θεριστός, ὁ,
A v. θέριτος.
θεριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, εἶδος βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18.