ὁ,
A renewal, Simp.in Ph.4.36, in Epict.p.37D.
[Seite 770] ὁ, die Erneuung, Sp.
ἐκνεασμός: ὁ, ἀνανέωσις, Σιμπλίκ. Προοίμ. εἰς Ἀριστ. Φυσ. Ἀκρ. παρὰ Στοβ. 7. σ. 204.