ατος, τό,
A impediment, hindrance, Pl.Plt.295b, D.3.4.
[Seite 815] τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.
ἐμπόδισμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ.