ἀντικάτημαι

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι, Ion. for ἀντικάθ-.

German (Pape)

[Seite 253] -κατίζομαι, -κατίστημι, ion. Formen für ἀντικάθημαι u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικάτημαι: ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι Ἰων. ἀντὶ ἀντικάθ-.