ῦ: ὗ, πρὸς παράτασιν τοῦ ἤχου ὃν ἀποτελεῖ διὰ τῆς ῥινός ὁ ὀσφραινόμενος τῆς κνίσης ὀπτωμένων κρεῶν, ἦχος εἰς μίμησιν ἀνθρώπου ὀσφραινομένου εὐωχίας, Ἀριστοφ. Πλ. 805.